- φονευθέντων
- φονεύωmurderaor part pass masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρανιολατρεία — η (σε πρωτόγονους λαούς) η λατρεία τών κρανίων φονευθέντων ατόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + λατρεία] … Dictionary of Greek